- πρωτομάγειρος
- ο , πρωτομάγείρισσα η шеф-повар, главный повар
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτομάγειρος — ο, ΝΜ, και πρωτομάγερας και θηλ. πρωτομαγείρισσα και πρωτομαγέρισσα, Ν ο επικεφαλής τών μαγείρων, ο αρχιμάγειρος … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτομαγειρευτής — ὁ, Μ ο πρωτομάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μαγειρεύω + επίθημα της] … Dictionary of Greek